- κοιλήναντα
- κοιλαίνωhollowaor part act neut nom/voc/acc plκοιλαίνωhollowaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοιλαίνω — (AM κοιλαίνω) [κοίλος] κάνω κάτι κοίλο, βαθουλώνω («κοιλήναντα τὸ ᾠὸν τὸν πατέρα ἐς αὐτὸ ἐντιθέναι», Ηρόδ.) μσν. μέσ. κοιλαὶνομαι έχω βάσανα στο μυαλό μου αρχ. 1. κάνω κάποιον φτωχό 2. (για πληρωμή) δίνω προθεσμία για πληρωμή 3. μέσ. (για… … Dictionary of Greek